Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

το χρυσό δόντι

Έχω κάνει τη διαδρομή Αθήνα – Πάτρα τόσες φορές που μου φαίνεται ότι δεν έχει στροφές, ανηφόρες και κατηφόρες, νταλίκες και αυτοκίνητα. Πλέον για μένα είναι μια ευθεία και το αμάξι πάει μόνο του. Και να λοιπόν που ξεκινάω για άλλη μια φορά για τη μιναρούπολη. Αυτή τη φορά όμως η παρέα που έχω μαζί μου και ο σκοπός της “επίσκεψης” είναι διαφορετικός από τις προηγούμενες. Λες και ήταν γραφτό μας να “χαθούμε”. Ένας μέσος οδηγός ταξιδεύοντας με τα όρια που έχει ορίσει το αγαπημένο μας κράτος, κάνει αυτό το ταξίδι σε περίπου δύο ώρες. Δύο η ώρα το μεσημέρι και εμείς αφήνουμε πίσω την Αθήνα. Καφές, τσιγάρα, μουσική, πρώτα διόδια και φύγαμε. Κάπου εκεί στο Δερβένι η παλιά εθνική μας κέρδισε. Την ακολουθούμε μέσα απ’τα χωριά της και την απίστευτα γαλήνια θάλασσά της. Αιγείρα, Ακράτα, Διακοφτό και... μπέρδεμα. Γιατί ανηφορίζουμε? Η Πάτρα ευθεία είναι. Παππούς με ισοπεδωτική μπάκα μαζεύει χόρτα παρέα με τον σκύλο του. Οδηγίες προς ναυτιλομένους: έτσι όπως πάτε θέλετε 1:30 ώρα για Πάτρα. Μπορείτε να γυρίσετε πίσω να ξαναβγείτε εθνική. Τελικά θέλαμε 2 ώρες. Αφήσαμε την Αθήνα με 20 βαθμούς κ ήδη έχουμε φτάσει στους 14. και ανεβαίνουμε. Από κάτω μας γκρεμός, πεδιάδα, θάλασσα. Από πάνω μας βουνά. Μακρινά. Λίγα αυτοκίνητα, ακόμα λιγότερα χωριά και στόχος η διασταυρωση “αριστερά Καλάβρυτα – δεξιά Πάτρα”. Ονειρική θέα από απίστευτα σημεία. Το βουνό που φαίνεται ίσα ίσα τώρα, σε λίγο θα είσαι πάνω του. Από εκεί βλέπεις το επόμενο και ξάφνου είσαι πάνω σε εκείνο. Πηγές, καμμένα δέντρα (ασχολίαστο για τώρα αυτό), γαϊδάρια, πράτα, τσοπανόσκυλα αράζουν καταμεσής του δρόμου, παππούδες με ένα (1) χρυσό δόντι για οδηγίες πάλι, χαμόγελα, γαλήνη.

Όσο πλησιάζουμε στον προορισμό μας, συνειδητοποιούμε τελικά ποιος στα αλήθεια είναι. Σίγουρα θα θέλαμε να σταματήσουμε σε ένα απ’τα χωριά και να μείνουμε εκεί, ή απλά να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε, αλλά είπαμε, ο σκοπός της επίσκεψης στην Πάτρα είναι διαφορετικός αυτή τη φορά.
Σπίτι. Καλοσόρισμα. Ζεστός καφές. Κόσμος. Κουβεντούλα. Μουσικές (μάλλον πρέπει να σταματήσω να λέω το τελευταίο, κουράζει και είναι στάνταρ παντού). Όσο περνάνε οι ώρες γινόμαστε και πιο δεμένοι. Όσο περνάνε οι μέρες γινόμαστε και πιο πολλοί. Όλοι μαζί πλέον. Ομοιογένεια μέσα από τη διαφορετικότητα. Ο καθένας στο “πόστο” του και όλοι μαζί για το καλύτερο. Δεν θέλω να αναλωθώ στο τι κάναμε, πως το κάναμε, με ποιους το κάναμε. Η αιτία ήταν η πιο απλή που μπορείς να σκεφτείς: ΜΟΥΣΙΚΗ. Η αφορμή ήταν η φύση μας. Ο σκοπός ήταν να έρθουμε πιο κοντά στον σκοπό μας και το αποτέλεσμα? Ήρθαμε. Είδαμε. Νιώσαμε. Γελάσαμε. Κλάψαμε. Τρέξαμε. Παίξαμε. ΖΗΣΑΜΕ. Τέσσερις μέρες σίγουρα δεν είναι αρκετές για αυτό. Πόσο μάλλον όταν βρίσκεις τόσο διαφορετικούς ανθρώπους και καταφέρνεις να ζεις τόσο αρμονικά μαζί τους. Άλλοι από Πάτρα. Άλλοι από Αθήνα. Από Σύρο. Από Ακράτα. Από από από από.. δεν έχει σημασία από που είσαι αλλά που είσαι τώρα. Με ποιους είσαι και πως ζεις τις καταστάσεις που εμφανίζονται. Αυτό δεν είναι το θέμα? Να ζεις. Να νιώθεις. Να δίνεις. Να παίρνεις. Να συζητάς. Να προβληματίζεσαι και να προβληματίζεις. Δεν είμαι αυτός που θα σου πει το πως και το γιατί. Ξέρεις ότι πρέπει να το κάνεις. Να έρθεις πιο κοντά. Με τα πάντα. Με τους ανθρώπους γύρω σου. Με τη φύση γύρω σου. Με τα αντικείμενα γύρω σου. Με όλα. Να είσαι σε αρμονία με τον εαυτό σου. Αν τα καταφέρεις, που θα τα καταφέρεις, τότε ζεις κάτι το μαγικό που καμία λέξη δεν μπορεί να περιγράψει. Κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να σε διεγείρει τόσο. Το χαμόγελο που έχεις φτάνει μέχρι τα αυτιά και δεν λέει να φύγει. Δεν θέλεις να φύγει. Θέλεις να το έχουν όλοι. Όσοι περισσότεροι γίνεται.

Μακάρι ο καθένας μας να μπορούσε να κάνει αυτά που θέλει τη στιγμή που τα θέλει. Μακάρι. Μακάρι να διασκορπιστούν όλοι σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Να βρουν το “σπίτι” τους και να ΖΗΣΟΥΝ. Μακάρι να είχα μείνει να έκανα παρέα στον μπάρμπα με το ένα χρυσό δόντι. Και μαζί μου αυτοί που θέλουν. Αυτοί που νιώθουν. Αυτοί που ΖΟΥΝ.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Μακριά απο εδώ.. ζώα

Τις προάλες είδα το καλύτερο σύνθημα μέχρι τώρα. Στην εθνική Αθηνών/Θεσνίκης, μπαίνοντας για Αθήνα γράφει κάπου «γυρίστε πίσω, ζώα». Ας κάτσουμε να το αναλύσουμε λίγο αυτό. Μισό μισό. Γυρίστε πίσω. Προτρέπει λοιπόν τον φίλο ταξιδιώτη να γυρίσει πίσω. Πίσω που? Θα αναρωτηθεί ένας οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος. Πίσω από κει που’ρθε? Και αν από εκεί που ήρθε θέλει να φύγει? Δεν έχει σημασία. Πίσω. Μακριά από εδώ. Την Αθήνα. Τις λεωφόρους. Τα φανάρια. Την κίνηση. Σταματάω γιατί μπορεί να γεμίσει όλη η σελίδα με διάφορα τέτοια. Όσο για το ζώα, μην το κακοπαίρνετε. Για το καλό σας το λέει και θα δείτε παρακάτω το γιατί. Σε προτρέπει λοιπόν να γυρίσεις πίσω. Μακριά από την πόλη που ζει η μισή Ελλάδα. Στιβαγμένοι όλοι σε ένα λεκανοπέδιο. Ήρθαμε, το γεμίσαμε σκατά και πλέον όχι λεκανοπέδιο δεν το λες, ούτε καν γούρνα. Είναι απίστευτο το πως έχουμε συνηθίσει στους ρυθμούς της, που πλέον η κόρνα στο αμάξι είναι προέκταση του χεριού. Το να φάω την θέση σε μια ουρά είναι κάτι σαν σκοπός της ημέρας. Το να αφήσω έναν πεζό να περάσει το δρόμο θεωρείται αμάρτημα. Και ουέ κι αλίμονο και μαρσάρεις σε φανάρι. Σε έχουν περάσει απ’όλες τις μπάντες πολύχρωμα κατασκευάσματα (γιατί αυτόκίνητα δεν τα λες) με μπίτια να ξεπετάγονται απ’τα σωθικά τους. Το να πω μια καλημέρα σε έναν άνθρωπο θεωρείται πλέον ρομαντικό και όχι καλημέρα δεν θα πάρεις πίσω, αλλά μια ξυνισμένη/απορημένη μούρη που θα σε νομίζει για τρελλό. Τρελλό επειδή είπες καλημέρα σε έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις. Είναι τραγικό το πόσο έχουμε αποξενωθεί από τα πάντα. Άνετα μπορεί κάποιος να κάτσει σπίτι του και να ζήσει για πάντα χωρίς να χρειαστεί να βγει από αυτό. Για να φάει παραγγέλνει. Για πρώτες ύλες παραγγέλνει και απ’το σούπερ άμα λάχει. Για να δουλέψει μπορεί να το κάνει μέσω ίντερνετ. Άντε το πολύ να βγει να πάει στο γραφείο, και μετά πάλι σπίτι. Για να πάρει τσιγάρα παραγγέλνει απ’το περίπτερο (ναι υπάρχουν και τέτοια πλέον). Για να δει καμιά ταινία την κατεβάζει. Για να «τα πει» με τα φιλαράκια του, μπαίνει εμεσέν, φέησμπουκ, μαησπέης και δε συμαζεύεται. Για να βρει γκόμενα πάλι το ίδιο. Για να πει τα προβλήματά του πάλι το ίδιο. Αν στείλεις ένα μύνημα μέσω νετ, έχεις βγάλει την κοινωνική σου «υποχρέωση». Κανονίζεις για έξοδο. Στέλνεις «δώρα». Έρχεσαι σε επαφή (ο θεός να την κάνει) με ανθρώπους που έχεις χαθεί για καιρό. Το τελευταίο που διάβασα είναι ότι πολλοί βρίσκουν τον άνρθωπο της ζωής τους μέσω νετ. Η φυσική επαφή και δεν εννοώ μόνο τη σεξουαλική, ας αφήσουμε αυτό απ’έξω, έχει έρθει σε δεύτερη μοίρα. Μπορεί μέσω εμεσέν να τα «λες» τόσο ωραία με έναν άνθρωπο που δεν έχεις δει ποτέ και όταν τον δεις από κοντά να μη βγαίνει άχνα. Και όταν ξαναγυρίσεις στο ιντερνετ να τα λέτε πάλι μια χαρά λες και γνωρίζεστε χρόνια. Πλέον νιώθουμε πιο άνετα όταν η φυσική επαφή δεν υπάρχει. Γιατί όταν δεις κάποιον που δεν σου αρέσει η φάτσα του, απλά δεν του μιλάς. Όταν όμως βλέπεις ότι έχει πολλούς φίλους, έχει ωραίες φωτογραφίες και γράφει κάτι «ενδιαφέρον», είναι πολύ εύκολο να γίνετε «φίλοι». Η έξοδός μας πλέον φτάνει το «ταξίδι» που κάνεις καθημερινά να πας και να έρθεις από σπίτι-δουλειά-σπίτι πάλι (ή σπίτι-σχολή-σπίτι.. βάλτε ότι θέλετε εσείς ανάμεσα) και είναι τόσο εξουθενοτικό με τον πανικό που γίνεται στους δρόμους που δεν μπαίνει καν στο μυαλό σου να ξαναβγεις. Και με το που μπεις σπίτι, το πρώτο πράγμα είναι να τσεκάρεις τι κάνουν τα «φιλαράκια» σου. Να γράψεις τις φιλοσοφίες σου. Να τσακωθείς και να βγεις από πάνω.

Διάολε κι εγώ αυτό κάνω τώρα. Άνοιξα το blog για να μπορώ να βοηθήσω ένα φιλικό blog και μπήκα κατευθείαν στο τριπάκι να γράψω. Προφανώς δε λέω ότι είναι κακό. Ίσα ίσα, το να αραδιάζεις καπου τις σκέψεις σου είναι πολύ καλό, πολύ καλύτερο τουλάχιστον από το να μην τις αραδιάζεις πουθενά. Αλλά αυτό δεν είναι το πρόβλημα τελικά?

Έχουμε φέρει σε δεύτερη μοίρα τη φύση (και δεν εννοώ τα δεντράκια και τα δάση) που όχι μόνο την αγνοούμε, αλλά επεμβαίνουμε σ’αυτή τόσο απροκάλυπτα που έχουμε γίνει μηχανές που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επιτυχία. Να γίνω καλύτερος από το διπλανό μου ρομπότ με κάθε κόστος. Έστω κι αν αυτό το κόστος είναι να «χάσω» τη ζωή μου. Προτιμώ να είμαι ζώο λοιπόν που τον παιρνάνε για τρελλό επειδή λέει καλημέρα σε άσχετους, επειδή δεν βιάζεται να περάσει το φανάρι, επειδή δεν κορνάρει, επειδή δεν δίνει σημασία σε περιτά πράγματα. Και προφανώς το πρώτο ενικό εδώ πηγαίνει σε σένα που το διαβάζεις. Μακάρι να καταφέρω να το πω και εγώ αυτό μια μέρα. Μακάρι να το πούμε όλοι μας μια μέρα.

Του μπι κοντίνιουντ...

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

εκεί...


Είναι κάποιες μέρες που ότι και να κάνεις, ότι και να σκεφτείς, ότι και να ακούσεις δεν σε ευχαριστεί, δεν σε γεμίζει. Ψάχνεις με τις ώρες να βρεις ποιον δίσκο θα βάλεις. Ανάβεις τσιγάρο. Φτιάχνεις καφέ. Σβήνεις τσιγάρο. Σηκώνεσαι. Κάθεσαι. Σκέφτεσαι. Αδειάζεις. Γεμίζεις. Βολτάρεις. Ξανακάθεσαι. Πάλι τα ίδια. Τσιγάρο. Τελειώνει το πακέτο. Περίπτερο. Κόσμος. Άδειος. Κενός. Χωρίς λόγο ύπαρξης. Χωρίς σκοπό. Ούτε καν τον σκοπό να μην κάνει τίποτα. Γιατί κι αυτός σκοπός είναι. Βαριέμαι. Δεν θέλω να κάνω τίποτα. Να σαπίσω σπίτι μόνος μου. Δεκτό. Σεβαστό. Θέλει ο άνθρωπος να αράξει να τα πει με τα μυαλά του. Ή να μην τα πει. Δεκτό. Ούτε αυτό όμως. Ούτε καν ο καφές δεν πίνεται. Γεύση τσαρούχι απ’τα τσιγάρα. Απηύδησε. Κλειδιά-λεφτά-τσιγάρα-αναπτήρας-κινητό. Κινητό? Όχι. Όχι αυτή τη φορά. Τα 4 πρώτα αρκούν. Πάμε? Που? Θα δεις… μόνος. Μαζί μου. Μαζί με “άλλους”. Δικούς μας. Μη φοβάσαι. Θα ‘μαι κ εγώ εκεί. ΦΥΓΑΜΕ!

Μα, για που? Θα δεις...

Φώτα. Πολλά. Λίγα. Αυτοκίνητα. Δροσιά. Μουσικούλα χαλαρή. Τσιγαράκι. Πάλι. Τσαρούχι. Πάλι. Το στόμα. Ξεκινάς. Σκέφτεσαι τον προορισμό. Δεν τον ξέρεις. Θα βγει. Φώτα. Κόκκινα. Πράσινα. Μερικά πορτοκαλί. Ευθείες. Στροφές. Γέφυρες. Φτάνεις. Θα μπορούσες και καλύτερα αλλά ξέρεις ότι έφτασες. Αράζεις. Στρώνεις τη γεύση σου. Με τί? Δε σου λέω. Βάλε εσύ ότι θες. Έφτιαξε πάντως. Το τσιγάρο έχει γεύση πλέον. Τα πάντα έχουν γεύση πλέον. Όχι πολλά φώτα. Πάλι καλά. Ήχοι γνώριμοι. Συνεχόμενοι. Δεν σταματούν ποτέ. Δε σε νοιάζει όμως. Δε σε ενοχλούν. Σκέφτεσαι. Πως έφτασες εδώ. Όχι για πολύ. Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη. Ξέρεις τι έχει γίνει. Μόνος. Εκεί. Ξέρεις καλύτερα από όλους. Όλους? Τελικά όχι. Ήχοι πάλι. Διαφορετικοί. Πάλι. Αλλά. Ποιος? Που? Ψάχνεις. Βρίσκεις. Κάθεσαι. Και χωρίς κουβέντα αρχίζεις να βγάζεις κι εσύ παρόμοιους ήχους. Όπως μπορείς. Τσαρούχι πάλι. Δε σε νοιάζει. Βγάζεις ήχους. Και άλλοι δίπλα σου. Και αυτοί. Μαζί σου. Ποιοι είναι αυτοί? Που θες να ξέρω? Μα..? τι...? ...τίποτα. Όλα εκεί. Όλα μαζί. Και όλα χώρια. Σαν κάτι μυρμίγκια που προσπαθούν να πάρουν ένα τεράστιο σκαθάρι στη φωλιά τους. Μόνο που εδώ δεν υπάρχει σκαθάρι. Και τα μυρμίγκια δεν νοιάζονται για την πείνα του χειμώνα. Κάτι θα βρουν. Άλλα μυρμίγκια ίσως. Να μοιράσουν την πείνα τους. Να ταξιδέψουν παρέα με σκαθάρια κ χρυσόμυγες. Νοσταλγώντας αυτή τη στιγμή. Εδώ. Τώρα. Που? Εδώ. Τώρα? Ναι, εδώ, τώρα. Ξέρεις που ήμαστε? Ναι... εκεί που πρέπει. Που? Δες...

είδε.